μονογένεια

μονογένεια
μονογένεια, η και μονογένεση, η
(βιολ.), η δημιουργία νέου οργανισμού με αυτόματη διαίρεση του μονοκύτταρου ζώου ή φυτού σε δύο οργανισμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονογένεια — (I) η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) [μονογενής] νεοελλ. 1. βιολ. η μονογονία 2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη 2. ως ουσ. μοναδικότητα. (II) τα ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”