- μονογένεια
- μονογένεια, η και μονογένεση, η(βιολ.), η δημιουργία νέου οργανισμού με αυτόματη διαίρεση του μονοκύτταρου ζώου ή φυτού σε δύο οργανισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.